σύψυχος

σύψυχος
-η, -ο
με όλους τους άντρες που είναι σ' αυτό, αύτανδρος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σύψυχος — η, ο, Ν βλ. σύμψυχος …   Dictionary of Greek

  • σύμψυχος — η, ο / σύμψυχος, ον, ΝΜΑ, και σύψυχος Ν νεοελλ. μσν. αύτανδρος («το καράβι βούλιαξε σύψυχο») αρχ. 1. αυτός που έχει το ίδιο φρόνημα με κάποιον άλλον («ἵνα τὸ αὐτὸ φρονῆτε, τὴν αὐτὴν άγάπην ἔχοντες, σύμψυχοι, τὸ ἓν φρονοῡντες», ΚΔ) 2. ο ενωμένος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”